διέκκεντρος

διέκκεντρος
-ον
(για μηχανισμούς) αυτός που παίρνει την κίνηση τού άξονα του από δύο έκκεντρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”